Translation meaning & definition of the word "massage" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "μασάζ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Massage
[Μασάζ]/məsɑʒ/
noun
1. Kneading and rubbing parts of the body to increase circulation and promote relaxation
- synonym:
- massage
1. Ζύμωμα και τρίψιμο μερών του σώματος για αύξηση της κυκλοφορίας και προώθηση της χαλάρωσης
- συνώνυμο:
- μασάζ
verb
1. Manually manipulate (someone's body), usually for medicinal or relaxation purposes
- "She rubbed down her child with a sponge"
- synonym:
- massage ,
- rub down ,
- knead
1. Χειραγώγηση με το χέρι (το σώμα κάποιου), συνήθως για ιατρικούς σκοπούς ή για λόγους χαλάρωσης
- "Έτριψε το παιδί της με ένα σφουγγάρι"
- συνώνυμο:
- μασάζ ,
- τρίβω ,
- ζυμώνω
2. Give a massage to
- "She massaged his sore back"
- synonym:
- massage
2. Κάντε ένα μασάζ στο
- "Του έκανε μασάζ στην πληγή"
- συνώνυμο:
- μασάζ
Examples of using
He knows how to massage.
Ξέρει να κάνει μασάζ.
I cannot massage my back by myself.
Δεν μπορώ να κάνω μασάζ στην πλάτη μου μόνος μου.
He knows how to massage.
Ξέρει να κάνει μασάζ.