Translation meaning & definition of the word "massacre" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μάζα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Massacre
[Σφαγή]/mæsəkər/
noun
1. The savage and excessive killing of many people
- synonym:
- slaughter ,
- massacre ,
- mass murder ,
- carnage ,
- butchery
1. Η άγρια και η υπερβολική δολοφονία πολλών ανθρώπων
- συνώνυμο:
- σφαγή ,
- μαζική δολοφονία ,
- μακελειό ,
- κρεοπωλείο
verb
1. Kill a large number of people indiscriminately
- "The hutus massacred the tutsis in rwanda"
- synonym:
- massacre ,
- slaughter ,
- mow down
1. Σκοτώστε ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων αδιακρίτως
- "Οι χούτου σφαγίασαν τους τούτσι στη ρουάντα"
- συνώνυμο:
- σφαγή ,
- πετώ κάτω