Translation meaning & definition of the word "mason" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τέκτονας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mason
[Μέισον]/mesən/
noun
1. American revolutionary leader from virginia whose objections led to the drafting of the bill of rights (1725-1792)
- synonym:
- Mason ,
- George Mason
1. Αμερικανός επαναστάτης ηγέτης από τη βιρτζίνια του οποίου οι αντιρρήσεις οδήγησαν στη σύνταξη της διακήρυξης δικαιωμάτων (1725-1792)
- συνώνυμο:
- Μέισον ,
- Τζορτζ Μέισον
2. English film actor (1909-1984)
- synonym:
- Mason ,
- James Mason ,
- James Neville Mason
2. Άγγλος ηθοποιός ταινιών (1909-1984)
- συνώνυμο:
- Μέισον ,
- Τζέιμς Μέισον ,
- Τζέιμς Νέβιλ Μέισον
3. English writer (1865-1948)
- synonym:
- Mason ,
- A. E. W. Mason ,
- Alfred Edward Woodley Mason
3. Άγγλος συγγραφέας (1865-1948)
- συνώνυμο:
- Μέισον ,
- Α. Ε. Γ. Μέισον ,
- Άλφρεντ Έντουαρντ Γούντλεϊ Μέισον
4. A craftsman who works with stone or brick
- synonym:
- mason ,
- stonemason
4. Ένας τεχνίτης που εργάζεται με πέτρα ή τούβλο
- συνώνυμο:
- μασόνος ,
- πέτρινοσ
5. A member of a widespread secret fraternal order pledged to mutual assistance and brotherly love
- synonym:
- Freemason ,
- Mason
5. Ένα μέλος μιας ευρέως διαδεδομένης μυστικής αδελφικής τάξης δεσμεύτηκε να αμοιβαία βοήθεια και αδελφική αγάπη
- συνώνυμο:
- Ελευθεροτεκτονία ,
- Μέισον