Translation meaning & definition of the word "masochism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαζοχισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Masochism
[Μαζοχισμό]/mæsəkɪzəm/
noun
1. Sexual pleasure obtained from receiving punishment (physical or psychological)
- synonym:
- masochism
1. Σεξουαλική ευχαρίστηση που λαμβάνεται από τη λήψη τιμωρίας (φυσική ή ψυχολογική)
- συνώνυμο:
- μαζοχισμό