Translation meaning & definition of the word "masked" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "μασκοφόρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Masked
[Μασκοφόρος]/mæskt/
adjective
1. Having its true character concealed with the intent of misleading
- "Hidden agenda"
- "Masked threat"
- synonym:
- cloaked ,
- disguised ,
- masked
1. Να κρύβεται ο πραγματικός του χαρακτήρας με σκοπό την παραπλάνηση
- "Κρυφή ατζέντα"
- "Μασκοφόρος απειλή"
- συνώνυμο:
- καλυμμένο ,
- μεταμφιεσμένος ,
- μασκοφόρος
2. Having markings suggestive of a mask
- "The masked face of a raccoon"
- synonym:
- masked
2. Έχοντας σημάδια που υποδηλώνουν μάσκα
- "Το μασκοφόρο πρόσωπο ενός ρακούν"
- συνώνυμο:
- μασκοφόρος