Translation meaning & definition of the word "masculinity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρρενωπότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Masculinity
[Ανδρισμό]/mæskjəlɪnəti/
noun
1. The properties characteristic of the male sex
- synonym:
- maleness ,
- masculinity
1. Οι ιδιότητες που χαρακτηρίζουν το αρσενικό φύλο
- συνώνυμο:
- ανοησία ,
- αρρενωπότητα
2. The trait of behaving in ways considered typical for men
- synonym:
- masculinity
2. Το χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς με τρόπους που θεωρούνται τυπικοί για τους άνδρες
- συνώνυμο:
- αρρενωπότητα