Translation meaning & definition of the word "masculine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρσενικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Masculine
[Ανδρείκελο]/mæskjələn/
noun
1. A gender that refers chiefly (but not exclusively) to males or to objects classified as male
- synonym:
- masculine
1. Ένα φύλο που αναφέρεται κυρίως ( αλλά όχι αποκλειστικά) στα αρσενικά ή σε αντικείμενα που ταξινομούνται ως αρσενικά
- συνώνυμο:
- αρσενικό
adjective
1. Of grammatical gender
- synonym:
- masculine
1. Γραμματικό φύλο
- συνώνυμο:
- αρσενικό
2. Associated with men and not with women
- synonym:
- masculine
2. Συνδέεται με άνδρες και όχι με γυναίκες
- συνώνυμο:
- αρσενικό
3. (music or poetry) ending on an accented beat or syllable
- "A masculine cadence"
- "The masculine rhyme of `annoy, enjoy'"
- synonym:
- masculine
3. (μουσική ή ποίηση) που τελειώνει σε έναν τονισμένο χτύπο ή συλλαβή
- "Ένα αρσενικό ρυθμό"
- "Η αρσενική ομοιοκαταληξία του `αννόι', απολαύστε'"
- συνώνυμο:
- αρσενικό
Examples of using
Brothers Grimm’s Little Red Riding Hood has a neutral gender, while Charles Perrault’s has a masculine one.
Αδελφοί Γκριμ - Μικρή Κόκκινη Ιππασία Κουκούλα έχει ουδέτερο φύλο, ενώ ο Τσαρλς Πέραουλτ έχει αρρενωπό.