Translation meaning & definition of the word "mary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περίληψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mary
[Μαίρη]/mɛri/
noun
1. The mother of jesus
- Christians refer to her as the virgin mary
- She is especially honored by roman catholics
- synonym:
- Mary ,
- Virgin Mary ,
- The Virgin ,
- Blessed Virgin ,
- Madonna
1. Η μητέρα του ιησού
- Οι χριστιανοί την αναφέρουν ως παναγία
- Τιμάται ιδιαίτερα από τους ρωμαιοκαθολικούς
- συνώνυμο:
- Μαίρη ,
- Παναγία Μαρία ,
- Η Παρθένος ,
- Ευλογημένη Παρθένος ,
- Μαντόνα