Translation meaning & definition of the word "martyr" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μάρτυρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Martyr
[Μάρτυρας]/mɑrtər/
noun
1. One who suffers for the sake of principle
- synonym:
- martyr ,
- sufferer
1. Αυτός που υποφέρει για χάρη της αρχής
- συνώνυμο:
- μάρτυρας ,
- πάσχων
2. One who voluntarily suffers death as the penalty for refusing to renounce their religion
- synonym:
- martyr
2. Κάποιος που υποφέρει εθελοντικά το θάνατο ως ποινή που αρνείται να αποκηρύξει τη θρησκεία του
- συνώνυμο:
- μάρτυρας
verb
1. Kill as a martyr
- "Saint sebastian was martyred"
- synonym:
- martyr
1. Σκοτώστε ως μάρτυρας
- "Ο άγιος σεμπάστιαν μαρτύρησε"
- συνώνυμο:
- μάρτυρας
2. Torture and torment like a martyr
- synonym:
- martyr ,
- martyrize ,
- martyrise
2. Βασανιστήρια και βασανιστήρια σαν μάρτυρας
- συνώνυμο:
- μάρτυρας ,
- μαρτύρηση ,
- μαρτυρία