Translation meaning & definition of the word "marsupial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαρσιποφόρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Marsupial
[Μαρσιποφόροσ]/mɑrsupiəl/
noun
1. Mammals of which the females have a pouch (the marsupium) containing the teats where the young are fed and carried
- synonym:
- marsupial ,
- pouched mammal
1. Θηλαστικά από τα οποία τα θηλυκά έχουν ένα θύλακα (το μαρσιπου) που περιέχει τις θηλές όπου τρέφονται και μεταφέρονται οι νέοι
- συνώνυμο:
- μαρσιποφόροσ ,
- θηλαστικό που πιέζεται
adjective
1. Of or relating to the marsupials
- "Marsupial animals"
- synonym:
- marsupial
1. Από ή σχετικά με τα μαρσιποφόρα
- "Μαρσιποφόρα ζώα"
- συνώνυμο:
- μαρσιποφόροσ