Translation meaning & definition of the word "marshal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στρατάρχης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Marshal
[Στρατάρχης]/mɑrʃəl/
noun
1. A law officer having duties similar to those of a sheriff in carrying out the judgments of a court of law
- synonym:
- marshal ,
- marshall
1. Υπάλληλος του νόμου που έχει καθήκοντα παρόμοια με εκείνα του σερίφη κατά την εκτέλεση των αποφάσεων δικαστηρίου
- συνώνυμο:
- στρατάρχησ ,
- μάρσαλ
2. (in some countries) a military officer of highest rank
- synonym:
- marshal ,
- marshall
2. (σε ορισμένες χώρες) ένας στρατιωτικός αξιωματικός της υψηλότερης βαθμίδας
- συνώνυμο:
- στρατάρχησ ,
- μάρσαλ
verb
1. Place in proper rank
- "Marshal the troops"
- synonym:
- marshal
1. Τοποθετήστε το στη σωστή βαθμίδα
- "Στρατολογήστε τα στρατεύματα"
- συνώνυμο:
- στρατάρχησ
2. Arrange in logical order
- "Marshal facts or arguments"
- synonym:
- marshal
2. Τακτοποιήστε με λογική σειρά
- "Στρατιστικά γεγονότα ή επιχειρήματα"
- συνώνυμο:
- στρατάρχησ
3. Make ready for action or use
- "Marshal resources"
- synonym:
- mobilize ,
- mobilise ,
- marshal ,
- summon
3. Ετοιμαστείτε για δράση ή χρήση
- "Στρατηγικοί πόροι"
- συνώνυμο:
- κινητοποιώ ,
- στρατάρχησ ,
- καλώ
4. Lead ceremoniously, as in a procession
- synonym:
- marshal
4. Οδηγήστε τελετουργικά, όπως σε μια πομπή
- συνώνυμο:
- στρατάρχησ