Translation meaning & definition of the word "marking" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σηματοδότηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Marking
[Σήμανση]/mɑrkɪŋ/
noun
1. A distinguishing symbol
- "The owner's mark was on all the sheep"
- synonym:
- marker ,
- marking ,
- mark
1. Ένα διακριτικό σύμβολο
- "Το σημάδι του ιδιοκτήτη ήταν σε όλα τα πρόβατα"
- συνώνυμο:
- δείκτησ ,
- σήμανση ,
- σηματοδοτώ
2. A pattern of marks
- synonym:
- marking
2. Ένα μοτίβο σημάτων
- συνώνυμο:
- σήμανση
3. Evaluation of performance by assigning a grade or score
- "What he disliked about teaching was all the grading he had to do"
- synonym:
- marking ,
- grading ,
- scoring
3. Αξιολόγηση της απόδοσης με ανάθεση βαθμού ή βαθμολογίας
- "Αυτό που δεν του άρεσε να διδάσκει ήταν όλη η βαθμολογία που έπρεπε να κάνει"
- συνώνυμο:
- σήμανση ,
- βαθμολόγηση ,
- σκορ
4. The act of making a visible mark on a surface
- synonym:
- marking
4. Η πράξη της κατασκευής ενός ορατού σημαδιού σε μια επιφάνεια
- συνώνυμο:
- σήμανση
Examples of using
The teacher is busy marking papers.
Ο δάσκαλος είναι απασχολημένος με τα χαρτιά.