Translation meaning & definition of the word "maritime" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ναυτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Maritime
[Ναυτιλιακός]/mɛrətaɪm/
adjective
1. Relating to or involving ships or shipping or navigation or seamen
- "Nautical charts"
- "Maritime law"
- "Marine insurance"
- synonym:
- nautical ,
- maritime ,
- marine
1. Σχετικά με ή με τη συμμετοχή πλοίων ή ναυτιλίας ή ναυτιλίας ή ναυτικών
- "Ναυτικοί χάρτες"
- "Ναυτικό δίκαιο"
- "Ασφάλιση ναυτιλίας"
- συνώνυμο:
- ναυτικόσ ,
- θαλάσσια
2. Bordering on or living or characteristic of those near the sea
- "A maritime province"
- "Maritime farmers"
- "Maritime cultures"
- synonym:
- maritime
2. Συνορεύει με ή ζει ή χαρακτηριστικό εκείνων που βρίσκονται κοντά στη θάλασσα
- "Ναυτική επαρχία"
- "Ναυτικοί αγρότες"
- "Ναυτικοί πολιτισμοί"
- συνώνυμο:
- θαλάσσια