Translation meaning & definition of the word "mariner" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παντρεμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mariner
[Περιπλανώμενοσ]/mɛrənər/
noun
1. A man who serves as a sailor
- synonym:
- mariner ,
- seaman ,
- tar ,
- Jack-tar ,
- Jack ,
- old salt ,
- seafarer ,
- gob ,
- sea dog
1. Ένας άνθρωπος που υπηρετεί ως ναύτης
- συνώνυμο:
- ναυτικός ,
- πίσσα ,
- Τζακ-αστέρι ,
- Τζακ ,
- παλιό αλάτι ,
- βουβός ,
- θαλάσσιος σκύλος