Translation meaning & definition of the word "marine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαρίνο" στην ελληνική γλώσσα
Marine
[Θαλάσσιοσ]noun
1. A member of the united states marine corps
- synonym:
- Marine ,
- devil dog ,
- leatherneck ,
- shipboard soldier
1. Μέλος του σώματος των ναυτικών των ηπα
- συνώνυμο:
- Θαλάσσιοσ ,
- σκυλί ,
- ανακατώνω ,
- στρατιώτης του πλοίου
2. A soldier who serves both on shipboard and on land
- synonym:
- marine
2. Ένας στρατιώτης που υπηρετεί τόσο στο πλοίο όσο και στη στεριά
- συνώνυμο:
- θαλάσσια
adjective
1. Of or relating to the sea
- "Marine explorations"
- synonym:
- marine
1. Από ή σχετίζονται με τη θάλασσα
- "Εξερευνήσεις ναυτικών"
- συνώνυμο:
- θαλάσσια
2. Relating to or involving ships or shipping or navigation or seamen
- "Nautical charts"
- "Maritime law"
- "Marine insurance"
- synonym:
- nautical ,
- maritime ,
- marine
2. Σχετικά με ή με τη συμμετοχή πλοίων ή ναυτιλίας ή ναυτιλίας ή ναυτικών
- "Ναυτικοί χάρτες"
- "Ναυτικό δίκαιο"
- "Ασφάλιση ναυτιλίας"
- συνώνυμο:
- ναυτικόσ ,
- θαλάσσια
3. Of or relating to military personnel who serve both on land and at sea (specifically the u.s. marine corps)
- "Marine barracks"
- synonym:
- marine
3. Από ή σχετίζονται με στρατιωτικό προσωπικό που υπηρετεί τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα (ειδικά στις ηπα. θαλάσσιο σώμα
- "Στρατώνες νυχιών"
- συνώνυμο:
- θαλάσσια
4. Relating to or characteristic of or occurring on or in the sea
- synonym:
- marine
4. Σχετικά με ή χαρακτηριστικά ή εμφανίζονται επάνω ή στη θάλασσα
- συνώνυμο:
- θαλάσσια
5. Native to or inhabiting the sea
- "Marine plants and animals such as seaweed and whales"
- synonym:
- marine
5. Είτε προέρχεται από είτε κατοικεί στη θάλασσα
- "Θαλάσσια φυτά και ζώα όπως φύκια και φάλαινες"
- συνώνυμο:
- θαλάσσια