Translation meaning & definition of the word "marina" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαρίνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Marina
[Μαρίνα]/mərinə/
noun
1. A fancy dock for small yachts and cabin cruisers
- synonym:
- marina
1. Μια φανταχτερή αποβάθρα για μικρά σκάφη αναψυχής και κρουαζιερόπλοια καμπίνας
- συνώνυμο:
- μαρίνα