Translation meaning & definition of the word "marigold" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαργαρίτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Marigold
[Μαριγκόλ]/mɛrəgoʊld/
noun
1. Any of various tropical american plants of the genus tagetes widely cultivated for their showy yellow or orange flowers
- synonym:
- marigold
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα τροπικά αμερικανικά φυτά του γένους καλλιεργείται ευρέως για τα κίτρινα ή πορτοκαλί άνθη τους
- συνώνυμο:
- μαριγκόλ