Translation meaning & definition of the word "margin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρθένο" στην ελληνική γλώσσα
Margin
[Περιθώριο]noun
1. The boundary line or the area immediately inside the boundary
- synonym:
- margin ,
- border ,
- perimeter
1. Η οριακή γραμμή ή η περιοχή αμέσως μέσα στο όριο
- συνώνυμο:
- περιθώριο ,
- σύνορα ,
- περίμετρος
2. An amount beyond the minimum necessary
- "The margin of victory"
- synonym:
- margin
2. Ποσό πέρα από το ελάχιστο απαραίτητο
- "Το περιθώριο της νίκης"
- συνώνυμο:
- περιθώριο
3. The amount of collateral a customer deposits with a broker when borrowing from the broker to buy securities
- synonym:
- margin ,
- security deposit
3. Το ποσό της εξασφάλισης που καταθέτει ένας πελάτης με έναν μεσίτη όταν δανείζεται από το μεσίτη για να αγοράσει τίτλους
- συνώνυμο:
- περιθώριο ,
- κατάθεση ασφαλείας
4. (finance) the net sales minus the cost of goods and services sold
- synonym:
- gross profit ,
- gross profit margin ,
- margin
4. (χρηματοδότηση οι καθαρές πωλήσεις μείον το κόστος των αγαθών και των υπηρεσιών που πωλούνται
- συνώνυμο:
- ακαθάριστο κέρδος ,
- ακαθάριστο περιθώριο κέρδους ,
- περιθώριο
5. The blank space that surrounds the text on a page
- "He jotted a note in the margin"
- synonym:
- margin
5. Ο κενός χώρος που περιβάλλει το κείμενο σε μια σελίδα
- "Σημείωσε ένα σημείωμα στο περιθώριο"
- συνώνυμο:
- περιθώριο
6. A permissible difference
- Allowing some freedom to move within limits
- synonym:
- allowance ,
- leeway ,
- margin ,
- tolerance
6. Μια επιτρεπτή διαφορά
- Επιτρέποντας σε κάποια ελευθερία να κινηθεί εντός ορίων
- συνώνυμο:
- επίδομα ,
- παραιτούμαι ,
- περιθώριο ,
- ανοχή