Translation meaning & definition of the word "marge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεγάλωσε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Marge
[Μαρτζ]/mɑrʤ/
noun
1. A spread made chiefly from vegetable oils and used as a substitute for butter
- synonym:
- margarine ,
- margarin ,
- oleo ,
- oleomargarine ,
- marge
1. Μια εξάπλωση που γίνεται κυρίως από φυτικά έλαια και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του βουτύρου
- συνώνυμο:
- μαργαρίνη ,
- ολέο ,
- ελαιομαργαρίνη ,
- μαρτύ