Translation meaning & definition of the word "marcher" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συγγραφέας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Marcher
[Ναυτικόσ]/mɑrʧər/
noun
1. An inhabitant of a border district
- synonym:
- marcher
1. Κάτοικος μιας συνοριακής περιοχής
- συνώνυμο:
- ναύτησ
2. Walks with regular or stately step
- synonym:
- marcher ,
- parader
2. Περπατά με κανονικό ή απότομο βήμα
- συνώνυμο:
- ναύτησ ,
- παραδείσου
3. Fights on foot with small arms
- synonym:
- infantryman ,
- marcher ,
- foot soldier ,
- footslogger
3. Μάχες με τα πόδια με μικρά χέρια
- συνώνυμο:
- πεζικού ,
- ναύτησ ,
- στρατιώτης ποδιών ,
- ποδοκνηριστήσ