Translation meaning & definition of the word "march" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μάρτιος" στην ελληνική γλώσσα
March
[Μάρτιος]noun
1. The month following february and preceding april
- synonym:
- March ,
- Mar
1. Ο μήνας που ακολουθεί τον φεβρουάριο και πριν από τον απρίλιο
- συνώνυμο:
- Μάρτιος ,
- Μαρ
2. The act of marching
- Walking with regular steps (especially in a procession of some kind)
- "It was a long march"
- "We heard the sound of marching"
- synonym:
- march ,
- marching
2. Η πράξη της πορείας
- Περπατώντας με τακτικά βήματα (ειδικά σε μια πομπή κάποιου είδους)
- "Ήταν μια μακρά πορεία"
- "Ακούσαμε τον ήχο της πορείας"
- συνώνυμο:
- πορεία
3. A steady advance
- "The march of science"
- "The march of time"
- synonym:
- march
3. Μια σταθερή πρόοδος
- "Η πορεία της επιστήμης"
- "Η πορεία του χρόνου"
- συνώνυμο:
- πορεία
4. A procession of people walking together
- "The march went up fifth avenue"
- synonym:
- march
4. Μια πομπή ανθρώπων που περπατούν μαζί
- "Η πορεία ανέβηκε στην πέμπτη λεωφόρο"
- συνώνυμο:
- πορεία
5. District consisting of the area on either side of a border or boundary of a country or an area
- "The welsh marches between england and wales"
- synonym:
- borderland ,
- border district ,
- march ,
- marchland
5. Περιοχή που αποτελείται από την περιοχή και στις δύο πλευρές ενός συνόρου ή ορίου μιας χώρας ή μιας περιοχής
- "Η ουαλία πορεύεται μεταξύ αγγλίας και ουαλίας"
- συνώνυμο:
- οριακά ,
- παραμεθόρια περιοχή ,
- πορεία ,
- μάρτσλαντ
6. Genre of music written for marching
- "Sousa wrote the best marches"
- synonym:
- marching music ,
- march
6. Είδος μουσικής γραμμένο για πορεία
- "Η σούσα έγραψε τις καλύτερες πορείες"
- συνώνυμο:
- πορεία μουσικής ,
- πορεία
7. A degree granted for the successful completion of advanced study of architecture
- synonym:
- Master of Architecture ,
- MArch
7. Πτυχίο που χορηγείται για την επιτυχή ολοκλήρωση της προηγμένης μελέτης της αρχιτεκτονικής
- συνώνυμο:
- Μάστερ Αρχιτεκτονικής ,
- Μαρτς
verb
1. March in a procession
- "They processed into the dining room"
- synonym:
- march ,
- process
1. Πορεία σε μια πομπή
- "Μεταποιήθηκαν στην τραπεζαρία"
- συνώνυμο:
- πορεία ,
- διαδικασία
2. Force to march
- "The japanese marched their prisoners through manchuria"
- synonym:
- march
2. Δύναμη να πορευτεί
- "Οι ιάπωνες βάδισαν τους κρατούμενούς τους μέσω της μαντζουρίας"
- συνώνυμο:
- πορεία
3. Walk fast, with regular or measured steps
- Walk with a stride
- "He marched into the classroom and announced the exam"
- "The soldiers marched across the border"
- synonym:
- march
3. Περπατήστε γρήγορα, με τακτικά ή μετρημένα βήματα
- Περπατήστε με ένα βήμα
- "Μπήκε στην τάξη και ανακοίνωσε τις εξετάσεις"
- "Οι στρατιώτες περνούσαν πέρα από τα σύνορα"
- συνώνυμο:
- πορεία
4. March in protest
- Take part in a demonstration
- "Thousands demonstrated against globalization during the meeting of the most powerful economic nations in seattle"
- synonym:
- demonstrate ,
- march
4. Πορεία σε διαμαρτυρία
- Συμμετέχετε σε μια διαδήλωση
- "Εκατοντάδες διαδήλωσαν ενάντια στην παγκοσμιοποίηση κατά τη διάρκεια της συνάντησης των ισχυρότερων οικονομικών εθνών στο σιάτλ"
- συνώνυμο:
- αποδεικνύω ,
- πορεία
5. Walk ostentatiously
- "She parades her new husband around town"
- synonym:
- parade ,
- exhibit ,
- march
5. Περπατήστε επιδεικτικά
- "Παρελαύνει τον νέο σύζυγό της γύρω από την πόλη"
- συνώνυμο:
- παρέλαση ,
- εκθέτω ,
- πορεία
6. Cause to march or go at a marching pace
- "They marched the mules into the desert"
- synonym:
- march
6. Προκαλέστε πορεία ή να πάει με ρυθμό πορείας
- "Βάδισαν τα μουλάρια στην έρημο"
- συνώνυμο:
- πορεία
7. Lie adjacent to another or share a boundary
- "Canada adjoins the u.s."
- "England marches with scotland"
- synonym:
- border ,
- adjoin ,
- edge ,
- abut ,
- march ,
- butt ,
- butt against ,
- butt on
7. Βρεθείτε δίπλα σε ένα άλλο ή μοιραστείτε ένα όριο
- "Ο καναδάς γειτνιάζει με τις ηπα."
- "Η αγγλία πορεύεται με τη σκωτία"
- συνώνυμο:
- σύνορα ,
- παρακαλώ ,
- άκρη ,
- αβούτυρο ,
- πορεία ,
- πισινός ,
- πατώ