Translation meaning & definition of the word "marbles" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μάρμαρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Marbles
[Μάρμαρα]/mɑrbəlz/
noun
1. A children's game played with little balls made of a hard substance (as glass)
- synonym:
- marbles
1. Ένα παιδικό παιχνίδι που παίζεται με μικρές μπάλες φτιαγμένες από μια σκληρή ουσία (ας γυαλί)
- συνώνυμο:
- μάρμαρα
2. The basic human power of intelligent thought and perception
- "He used his wits to get ahead"
- "I was scared out of my wits"
- "He still had all his marbles and was in full possession of a lively mind"
- synonym:
- wits ,
- marbles
2. Η βασική ανθρώπινη δύναμη της νοήμονος σκέψης και αντίληψης
- "Χρησιμοποίησε το πνεύμα του για να προχωρήσει"
- "Φοβήθηκα από την ευφυΐα μου"
- "Είχε ακόμα όλα τα μάρμαρά του και είχε πλήρη κατοχή ενός ζωντανού μυαλού"
- συνώνυμο:
- πνεύματα ,
- μάρμαρα
Examples of using
You've lost your marbles.
Έχεις χάσει τα μάρμαρά σου.