Translation meaning & definition of the word "marble" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μάρμαρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Marble
[Μάρμαρο]/mɑrbəl/
noun
1. A hard crystalline metamorphic rock that takes a high polish
- Used for sculpture and as building material
- synonym:
- marble
1. Ένας σκληρός κρυσταλλικός μεταμορφικός βράχος που παίρνει ένα υψηλό βερνίκι
- Χρησιμοποιημένος για τη γλυπτική και ως οικοδομικό υλικό
- συνώνυμο:
- μάρμαρο
2. A small ball of glass that is used in various games
- synonym:
- marble
2. Μια μικρή μπάλα από γυαλί που χρησιμοποιείται σε διάφορα παιχνίδια
- συνώνυμο:
- μάρμαρο
3. A sculpture carved from marble
- synonym:
- marble
3. Ένα γλυπτό λαξευμένο από μάρμαρο
- συνώνυμο:
- μάρμαρο
verb
1. Paint or stain like marble
- "Marble paper"
- synonym:
- marble
1. Χρώμα ή λεκέ όπως το μάρμαρο
- "Μαρμάρινο χαρτί"
- συνώνυμο:
- μάρμαρο
Examples of using
The building is built of marble of a most lovely color.
Το κτίριο είναι χτισμένο από μάρμαρο ενός πιο υπέροχου χρώματος.