Translation meaning & definition of the word "manure" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοπριά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Manure
[Κοπριά]/mənʊr/
noun
1. Any animal or plant material used to fertilize land especially animal excreta usually with litter material
- synonym:
- manure
1. Κάθε ζωικό ή φυτικό υλικό που χρησιμοποιείται για τη γονιμοποίηση γης, ιδίως των ζωικών περιττωμάτων, συνήθως με υλικό απορριμμάτων
- συνώνυμο:
- κοπριά
verb
1. Spread manure, as for fertilization
- synonym:
- manure ,
- muck
1. Διαδώστε την κοπριά, όπως για τη γονιμοποίηση
- συνώνυμο:
- κοπριά ,
- μακ