Translation meaning & definition of the word "manually" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χειροκίνητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Manually
[Μη αυτόματα]/mænjuəli/
adverb
1. By hand
- "This car shifts manually"
- synonym:
- manually
1. Με το χέρι
- "Αυτό το αυτοκίνητο μετατοπίζεται χειροκίνητα"
- συνώνυμο:
- χειροκίνητα