Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "manual" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χειρωνακτικό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Manual

[Χειρωνακτικό]
/mænjuəl/

noun

1. A small handbook

    synonym:
  • manual

1. Ένα μικρό εγχειρίδιο

    συνώνυμο:
  • εγχειρίδιο

2. (military) a prescribed drill in handling a rifle

    synonym:
  • manual of arms
  • ,
  • manual

2. (στρατιωτικός) ένα συνταγογραφούμενο τρυπάνι στο χειρισμό ενός τουφεκιού

    συνώνυμο:
  • εγχειρίδιο όπλων
  • ,
  • εγχειρίδιο

adjective

1. Of or relating to the hands

  • "Manual dexterity"
    synonym:
  • manual

1. Από ή σχετίζονται με τα χέρια

  • "Χειρωνακτική επιδεξιότητα"
    συνώνυμο:
  • εγχειρίδιο

2. Requiring human effort

  • "A manual transmission"
    synonym:
  • manual

2. Απαιτεί ανθρώπινη προσπάθεια

  • "Χειροκίνητη μετάδοση"
    συνώνυμο:
  • εγχειρίδιο

3. Doing or requiring physical work

  • "Manual labor"
  • "Manual laborer"
    synonym:
  • manual(a)

3. Να κάνει ή να απαιτεί σωματική εργασία

  • "Χειρωνακτική εργασία"
  • "Χειρωνακτικός εργάτης"
    συνώνυμο:
  • χειρων()

Examples of using

Tom is very skilled at manual labor.
Ο Τομ είναι πολύ εξειδικευμένος στη χειρωνακτική εργασία.
Tom is very skilled in manual labor.
Ο Τομ είναι πολύ εξειδικευμένος στη χειρωνακτική εργασία.
He did hard manual labor through the day.
Έκανε σκληρή χειρωνακτική εργασία όλη την ημέρα.