Translation meaning & definition of the word "mantilla" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαντίλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mantilla
[Μαντίλα]/mæntɪlə/
noun
1. A woman's silk or lace scarf
- synonym:
- mantilla
1. Μετάξι ή μαντήλι δαντέλας μιας γυναίκας
- συνώνυμο:
- μαντίλα
2. Short cape worn by women
- synonym:
- mantelet ,
- mantilla
2. Κοντό ακρωτήριο που φοριέται από γυναίκες
- συνώνυμο:
- μαντήλι ,
- μαντίλα