Translation meaning & definition of the word "manta" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μάντα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Manta
[Μάντα]/mæntə/
noun
1. A blanket that is used as a cloak or shawl
- synonym:
- manta
1. Μια κουβέρτα που χρησιμοποιείται ως μανδύας ή σάλι
- συνώνυμο:
- μάντα
2. Extremely large pelagic tropical ray that feeds on plankton and small fishes
- Usually harmless but its size make it dangerous if harpooned
- synonym:
- manta ,
- manta ray ,
- devilfish
2. Εξαιρετικά μεγάλη πελαγική τροπική ακτίνα που τρέφεται με πλαγκτόν και μικρά ψάρια
- Συνήθως ακίνδυνο, αλλά το μέγεθός του το καθιστά επικίνδυνο εάν καμαρώνει
- συνώνυμο:
- μάντα ,
- ράι του Μάντα ,
- ανθρακοειδή