Translation meaning & definition of the word "manor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανθρώπινο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Manor
[Ανδρείκελο]/mænər/
noun
1. The mansion of a lord or wealthy person
- synonym:
- manor ,
- manor house
1. Το αρχοντικό ενός άρχοντα ή ενός πλούσιου ατόμου
- συνώνυμο:
- αρχοντικό
2. The landed estate of a lord (including the house on it)
- synonym:
- manor
2. Το αποβιβασμένο κτήμα ενός άρχοντα (συμπεριλαμβανομένου του σπιτιού σε αυτό)
- συνώνυμο:
- αρχοντικό