Translation meaning & definition of the word "mannerism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μανερισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mannerism
[Μανιερισμός]/mænərɪzəm/
noun
1. A behavioral attribute that is distinctive and peculiar to an individual
- synonym:
- idiosyncrasy ,
- foible ,
- mannerism
1. Ένα χαρακτηριστικό συμπεριφοράς που είναι διακριτικό και ιδιόμορφο για ένα άτομο
- συνώνυμο:
- ιδιοσυγκρασία ,
- αφρώδησ ,
- τρόποσ
2. A deliberate pretense or exaggerated display
- synonym:
- affectation ,
- mannerism ,
- pose ,
- affectedness
2. Μια σκόπιμη προσποίηση ή υπερβολική οθόνη
- συνώνυμο:
- επηρεασμός ,
- τρόποσ ,
- πόζα ,
- επηρεασμένο