Translation meaning & definition of the word "manly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανδρικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Manly
[Ανδρικός]/mænli/
adjective
1. Possessing qualities befitting a man
- synonym:
- manly ,
- manful ,
- manlike
1. Κατέχουν ιδιότητες που ταιριάζουν σε έναν άνθρωπο
- συνώνυμο:
- ανδροπρεπήσ ,
- επιδέξιος ,
- ανδροειδήσ
2. Characteristic of a man
- "A deep male voice"
- "Manly sports"
- synonym:
- male ,
- manful ,
- manlike ,
- manly ,
- virile
2. Χαρακτηριστικό ενός άνδρα
- "Βαθιά αρσενική φωνή"
- "Ανδρικά αθλήματα"
- συνώνυμο:
- αρσενικό ,
- επιδέξιος ,
- ανδροειδήσ ,
- ανδροπρεπήσ ,
- αρρενωπόσ
adverb
1. In a manful manner
- With qualities thought to befit a man
- "Having said her say peggy manfully shouldered her burden and prepared to break up yet another home"
- synonym:
- manfully ,
- manly
1. Με ανδρικό τρόπο
- Με ιδιότητες που θεωρούνται ότι ταιριάζουν σε έναν άνθρωπο
- "Αφού της είπε ότι η πέγκυ σήκωσε το βάρος της και ετοιμάστηκε να διαλύσει ένα ακόμη σπίτι"
- συνώνυμο:
- επιδέξια ,
- ανδροπρεπήσ
Examples of using
It is not manly to speak ill of others behind their backs.
Δεν είναι ανδροπρεπές να μιλάμε άσχημα για τους άλλους πίσω από την πλάτη τους.