Translation meaning & definition of the word "manipulator" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χειριστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Manipulator
[Χειριστήριο]/mənɪpjəletər/
noun
1. An agent that operates some apparatus or machine
- "The operator of the switchboard"
- synonym:
- operator ,
- manipulator
1. Ένας πράκτορας που λειτουργεί κάποια συσκευή ή μηχανή
- "Ο χειριστής του πίνακα διακοπτών"
- συνώνυμο:
- χειριστής ,
- χειριστήσ
2. A person who handles things manually
- synonym:
- manipulator
2. Ένα άτομο που χειρίζεται τα πράγματα χειροκίνητα
- συνώνυμο:
- χειριστήσ