Translation meaning & definition of the word "manipulate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "χειρισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Manipulate
[Χειραγωγήσ]/mənɪpjəlet/
verb
1. Influence or control shrewdly or deviously
- "He manipulated public opinion in his favor"
- synonym:
- manipulate ,
- pull strings ,
- pull wires
1. Επιρροή ή έλεγχος έξυπνα ή ύπουλα
- "Χειραγώγησε την κοινή γνώμη υπέρ του"
- συνώνυμο:
- χειρίζομαι ,
- τραβώ τις χορδές ,
- καλώδια τραβήγματος
2. Hold something in one's hands and move it
- synonym:
- manipulate
2. Κρατήστε κάτι στα χέρια κάποιου και μετακινήστε το
- συνώνυμο:
- χειρίζομαι
3. Tamper, with the purpose of deception
- "Fudge the figures"
- "Cook the books"
- "Falsify the data"
- synonym:
- fudge ,
- manipulate ,
- fake ,
- falsify ,
- cook ,
- wangle ,
- misrepresent
3. Παραπλάνηση, με σκοπό την εξαπάτηση
- "Συμπληρώστε τα στοιχεία"
- "Βιβλία"
- "Παραποιήστε τα δεδομένα"
- συνώνυμο:
- φουντίγκα ,
- χειρίζομαι ,
- ψεύτικοσ ,
- παραποιώ ,
- μαγειρεύω ,
- κουνώ ,
- παραπλανώ
4. Manipulate in a fraudulent manner
- "Rig prices"
- synonym:
- rig ,
- manipulate
4. Χειραγωγήστε με δόλιο τρόπο
- "Στις τιμές των πρωτοτύπων"
- συνώνυμο:
- εξέδρα ,
- χειρίζομαι
5. Control (others or oneself) or influence skillfully, usually to one's advantage
- "She manipulates her boss"
- "She is a very controlling mother and doesn't let her children grow up"
- "The teacher knew how to keep the class in line"
- "She keeps in line"
- synonym:
- manipulate ,
- keep in line ,
- control
5. Ελέγξτε (άλλα ή επηρεάστε επιδέξια, συνήθως προς όφελος κάποιου
- "Χειρίζεται το αφεντικό της"
- "Είναι μια πολύ ελεγχόμενη μητέρα και δεν αφήνει τα παιδιά της να μεγαλώσουν"
- "Ο δάσκαλος ήξερε πώς να κρατήσει την τάξη στη γραμμή"
- "Κρατάει στη γραμμή"
- συνώνυμο:
- χειρίζομαι ,
- συντάσσω ,
- έλεγχος
6. Treat manually, as with massage, for therapeutic purposed
- synonym:
- manipulate
6. Αντιμετωπίστε το με το χέρι, όπως και με το μασάζ, για θεραπευτική πρόθεση
- συνώνυμο:
- χειρίζομαι
Examples of using
Don't try to manipulate me.
Μην προσπαθήσεις να με χειραγωγήσεις.
Don't try to manipulate me.
Μην προσπαθήσεις να με χειραγωγήσεις.