Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "manifold" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διπλό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Manifold

[Πολλαπλή]
/mænəfoʊld/

noun

1. A pipe that has several lateral outlets to or from other pipes

    synonym:
  • manifold

1. Ένας σωλήνας που έχει αρκετές πλευρικές εξόδους προς ή από άλλους σωλήνες

    συνώνυμο:
  • πολλαπλότητα

2. A lightweight paper used with carbon paper to make multiple copies

  • "An original and two manifolds"
    synonym:
  • manifold paper
  • ,
  • manifold

2. Ένα ελαφρύ χαρτί που χρησιμοποιείται με χαρτί άνθρακα για την κατασκευή πολλαπλών αντιγράφων

  • "Μια πρωτότυπη και δύο πολλαπλότητες"
    συνώνυμο:
  • πολλαπλό χαρτί
  • ,
  • πολλαπλότητα

3. A set of points such as those of a closed surface or an analogue in three or more dimensions

    synonym:
  • manifold

3. Ένα σύνολο σημείων όπως εκείνα μιας κλειστής επιφάνειας ή ενός αναλόγου σε τρεις ή περισσότερες διαστάσεις

    συνώνυμο:
  • πολλαπλότητα

verb

1. Make multiple copies of

  • "Multiply a letter"
    synonym:
  • manifold

1. Κάντε πολλά αντίγραφα των

  • "Πολλαπλά ένα γράμμα"
    συνώνυμο:
  • πολλαπλότητα

2. Combine or increase by multiplication

  • "He managed to multiply his profits"
    synonym:
  • multiply
  • ,
  • manifold

2. Συνδυάστε ή αυξήστε με τον πολλαπλασιασμό

  • "Κατάφερε να πολλαπλασιάσει τα κέρδη του"
    συνώνυμο:
  • πολλαπλασιάζω
  • ,
  • πολλαπλότητα

adjective

1. Many and varied

  • Having many features or forms
  • "Manifold reasons"
  • "Our manifold failings"
  • "Manifold intelligence"
  • "The multiplex opportunities in high technology"
    synonym:
  • manifold
  • ,
  • multiplex

1. Πολλοί και ποικίλοι

  • Έχοντας πολλά χαρακτηριστικά ή μορφές
  • "Διπλοί λόγοι"
  • "Οι πολλαπλές αποτυχίες μας"
  • "Χειροκίνητη νοημοσύνη"
  • "Οι πολυπλεκτικές ευκαιρίες στην υψηλή τεχνολογία"
    συνώνυμο:
  • πολλαπλότητα
  • ,
  • πολυπλέκτησ