Translation meaning & definition of the word "manicurist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μανικιουρίστας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Manicurist
[Μανικιουρίστασ]/mænɪkjərɪst/
noun
1. A beautician who cleans and trims and polishes the fingernails
- synonym:
- manicurist
1. Ένας αισθητικός που καθαρίζει και γυαλίζει τα νύχια
- συνώνυμο:
- μανικιουρίστασ