Translation meaning & definition of the word "mania" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μανία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mania
[Μανία]/meniə/
noun
1. An irrational but irresistible motive for a belief or action
- synonym:
- mania ,
- passion ,
- cacoethes
1. Ένα παράλογο αλλά ακαταμάχητο κίνητρο για μια πεποίθηση ή δράση
- συνώνυμο:
- μανία ,
- πάθος ,
- κακοθέτεσ
2. A mood disorder
- An affective disorder in which the victim tends to respond excessively and sometimes violently
- synonym:
- mania ,
- manic disorder
2. Μια διαταραχή της διάθεσης
- Μια συναισθηματική διαταραχή στην οποία το θύμα τείνει να ανταποκριθεί υπερβολικά και μερικές φορές βίαια
- συνώνυμο:
- μανία ,
- μανιακή διαταραχή