Translation meaning & definition of the word "manhood" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "ανδρισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Manhood
[Ανδρισμόσ]/mænhʊd/
noun
1. The state of being a man
- Manly qualities
- synonym:
- manhood
1. Η κατάσταση του να είσαι άντρας
- Αντρικές ιδιότητες
- συνώνυμο:
- ανδρισμό
2. The quality of being human
- "He feared the speedy decline of all manhood"
- synonym:
- humanness ,
- humanity ,
- manhood
2. Η ποιότητα του να είσαι άνθρωπος
- "Φοβόταν την ταχεία παρακμή κάθε ανδρισμού"
- συνώνυμο:
- ανθρωπιά ,
- ανδρισμό
3. The status of being a man
- synonym:
- manhood
3. Η κατάσταση του να είσαι άντρας
- συνώνυμο:
- ανδρισμό