Translation meaning & definition of the word "manhandle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανθρωπογενής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Manhandle
[Λαχταρώ]/mænhændəl/
verb
1. Handle roughly
- "I was manhandled by the police"
- synonym:
- manhandle
1. Χειριστείτε περίπου
- "Με χειρίστηκε η αστυνομία"
- συνώνυμο:
- ανθρωποκτονία