Translation meaning & definition of the word "mange" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαντζ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mange
[Μαντήλι]/menʤ/
noun
1. A persistent and contagious disease of the skin causing inflammation and itching and loss of hair
- Affects domestic animals (and sometimes people)
- synonym:
- mange
1. Μια επίμονη και μεταδοτική ασθένεια του δέρματος που προκαλεί φλεγμονή και κνησμό και απώλεια μαλλιών
- Επηρεάζει τα κατοικίδια ζώα (και μερικές φορές τους ανθρώπους)
- συνώνυμο:
- φυτεύω