Translation meaning & definition of the word "mane" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μάνε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mane
[Μανι]/men/
noun
1. Long coarse hair growing from the crest of the animal's neck
- synonym:
- mane
1. Μακριά χοντρά μαλλιά που αναπτύσσονται από την κορυφή του λαιμού του ζώου
- συνώνυμο:
- μάνε
2. Growth of hair covering the scalp of a human being
- synonym:
- mane ,
- head of hair
2. Ανάπτυξη των μαλλιών που καλύπτουν το τριχωτό της κεφαλής ενός ανθρώπου
- συνώνυμο:
- μάνε ,
- κεφάλι των μαλλιών