Translation meaning & definition of the word "mandrake" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μανδράκι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mandrake
[Μανδραγόρα]/mændrek/
noun
1. The root of the mandrake plant
- Used medicinally or as a narcotic
- synonym:
- mandrake root ,
- mandrake
1. Η ρίζα του φυτού μανδραγόρα
- Χρησιμοποιείται ως φάρμακο ή ως ναρκωτικό
- συνώνυμο:
- ρίζα μανδραγόρας ,
- μανδραγόρα
2. A plant of southern europe and north africa having purple flowers, yellow fruits and a forked root formerly thought to have magical powers
- synonym:
- mandrake ,
- devil's apples ,
- Mandragora officinarum
2. Ένα φυτό της νότιας ευρώπης και της βόρειας αφρικής που έχει μωβ άνθη, κίτρινα φρούτα και μια διακλαδισμένη ρίζα παλαιότερα θεωρούνταν
- συνώνυμο:
- μανδραγόρα ,
- μήλα του διαβόλου ,
- Λειτουργικό μανδραγόρα