Translation meaning & definition of the word "mandala" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "μάνταλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mandala
[Μάνταλα]/mɑdələ/
noun
1. Any of various geometric designs (usually circular) symbolizing the universe
- Used chiefly in hinduism and buddhism as an aid to meditation
- synonym:
- mandala
1. Οποιοδήποτε από διάφορα γεωμετρικά σχέδια (συνήθως κυκλικά) που συμβολίζουν το σύμπαν
- Χρησιμοποιείται κυρίως στον ινδουισμό και τον βουδισμό ως βοήθημα στον διαλογισμό
- συνώνυμο:
- μάνταλα