Translation meaning & definition of the word "manage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαχείριση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Manage
[Διαχειρίζομαι]/mænəʤ/
verb
1. Be successful
- Achieve a goal
- "She succeeded in persuading us all"
- "I managed to carry the box upstairs"
- "She pulled it off, even though we never thought her capable of it"
- "The pianist negociated the difficult runs"
- synonym:
- pull off ,
- negociate ,
- bring off ,
- carry off ,
- manage
1. Να είσαι επιτυχημένος
- Επιτύχει έναν στόχο
- "Κατάφερε να μας πείσει όλους"
- "Κατάφερα να μεταφέρω το κουτί στον επάνω όροφο"
- "Το τράβηξε μακριά, αν και ποτέ δεν την πίστευα ότι ήταν ικανή για αυτό"
- "Ο πιανίστας αναίρεσε τις δύσκολες διαδρομές"
- συνώνυμο:
- απομακρύνομαι ,
- αποσυνδέω ,
- απογειώνω ,
- διαχειρίζομαι
2. Be in charge of, act on, or dispose of
- "I can deal with this crew of workers"
- "This blender can't handle nuts"
- "She managed her parents' affairs after they got too old"
- synonym:
- manage ,
- deal ,
- care ,
- handle
2. Να είστε υπεύθυνοι, να ενεργείτε ή να απορρίπτετε
- "Μπορώ να ασχοληθώ με αυτό το πλήρωμα των εργαζομένων"
- "Αυτό το μπλέντερ δεν μπορεί να χειριστεί τα καρύδια"
- "Διαχειρίστηκε τις υποθέσεις των γονιών της αφού είχαν γεράσει πολύ"
- συνώνυμο:
- διαχειρίζομαι ,
- συμφωνία ,
- φροντίδα ,
- λαβή
3. Come to terms with
- "We got by on just a gallon of gas"
- "They made do on half a loaf of bread every day"
- synonym:
- cope ,
- get by ,
- make out ,
- make do ,
- contend ,
- grapple ,
- deal ,
- manage
3. Συμβιβάζομαι με
- "Περάσαμε μόνο σε ένα γαλόνι φυσικού αερίου"
- "Έφτιαχναν μισό καρβέλι ψωμί κάθε μέρα"
- συνώνυμο:
- αντιμετωπίζω ,
- περνώ ,
- βγάζω βαθιά ,
- βάζω το παιδί ,
- υποστηρίζω ,
- καταπιάνομαι ,
- συμφωνία ,
- διαχειρίζομαι
4. Watch and direct
- "Who is overseeing this project?"
- synonym:
- oversee ,
- supervise ,
- superintend ,
- manage
4. Ρολόι και άμεση
- "Ποιος επιβλέπει αυτό το έργο?"
- συνώνυμο:
- επιβλέπω ,
- επιστάτησ ,
- διαχειρίζομαι
5. Achieve something by means of trickery or devious methods
- synonym:
- wangle ,
- finagle ,
- manage
5. Επιτύχετε κάτι με τη βοήθεια της παραπλάνησης ή των ύπουλων μεθόδων
- συνώνυμο:
- κουνώ ,
- απατεώνασ ,
- διαχειρίζομαι
6. Carry on or function
- "We could do with a little more help around here"
- synonym:
- do ,
- manage
6. Συνεχίστε ή λειτουργήστε
- "Θα μπορούσαμε να κάνουμε με λίγη περισσότερη βοήθεια εδώ γύρω"
- συνώνυμο:
- κάνω ,
- διαχειρίζομαι
7. Handle effectively
- "The burglar wielded an axe"
- "The young violinist didn't manage her bow very well"
- synonym:
- wield ,
- handle ,
- manage
7. Χειριστείτε αποτελεσματικά
- "Ο διαρρήκτης χτύπησε ένα τσεκούρι"
- "Η νεαρή βιολίστρια δεν διαχειρίστηκε το τόξο της πολύ καλά"
- συνώνυμο:
- απόδοση ,
- λαβή ,
- διαχειρίζομαι
Examples of using
How did you manage that?
Πώς το διαχειρίστηκες αυτό?
Nelson Mandela was one of those rare people who manage to win universal acclaim throughout the world.
Ο Νέλσον Μαντέλα ήταν ένας από εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που κατάφεραν να κερδίσουν παγκόσμια αναγνώριση σε όλο τον κόσμο.
We quarrel a lot, but we always manage to patch things up.
Μαλώνουμε πολύ, αλλά πάντα καταφέρνουμε να μπαλώσουμε τα πράγματα.