Translation meaning & definition of the word "man" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άνθρωπος" στην ελληνική γλώσσα
Man
[Άνθρωπος]noun
1. An adult person who is male (as opposed to a woman)
- "There were two women and six men on the bus"
- synonym:
- man ,
- adult male
1. Ένα ενήλικο άτομο που είναι αρσενικό (αντιτίθεται σε μια γυναίκα)
- "Υπήρχαν δύο γυναίκες και έξι άνδρες στο λεωφορείο"
- συνώνυμο:
- άνθρωπος ,
- ενήλικος άνδρας
2. Someone who serves in the armed forces
- A member of a military force
- "Two men stood sentry duty"
- synonym:
- serviceman ,
- military man ,
- man ,
- military personnel
2. Κάποιος που υπηρετεί στις ένοπλες δυνάμεις
- Μέλος μιας στρατιωτικής δύναμης
- "Δύο άνδρες αντιστάθηκαν στο καθήκον του αποστάτη"
- συνώνυμο:
- στρατιωτικός ,
- άνθρωπος ,
- στρατιωτικό προσωπικό
3. The generic use of the word to refer to any human being
- "It was every man for himself"
- synonym:
- man
3. Η γενική χρήση της λέξης για να αναφερθεί σε οποιοδήποτε ανθρώπινο ον
- "Ήταν ο καθένας για τον εαυτό του"
- συνώνυμο:
- άνθρωπος
4. Any living or extinct member of the family hominidae characterized by superior intelligence, articulate speech, and erect carriage
- synonym:
- homo ,
- man ,
- human being ,
- human
4. Οποιοδήποτε ζωντανό ή εξαφανισμένο μέλος της οικογένειας χαρακτηρίζεται από ανώτερη νοημοσύνη, αρθρωτή ομιλία και ανεξάρτητη μεταφορά
- συνώνυμο:
- όμο ,
- άνθρωπος ,
- ανθρώπινο ον
5. A male subordinate
- "The chief stationed two men outside the building"
- "He awaited word from his man in havana"
- synonym:
- man
5. Ένας άνδρας υποτάσσων
- "Ο αρχηγός τοποθέτησε δύο άνδρες έξω από το κτίριο"
- "Περίμενε λέξη από τον άντρα του στην αβάνα"
- συνώνυμο:
- άνθρωπος
6. An adult male person who has a manly character (virile and courageous competent)
- "The army will make a man of you"
- synonym:
- man
6. Ένα ενήλικο αρσενικό πρόσωπο που έχει έναν ανδρικό χαρακτήρα (βιρίλιο και θαρραλέο ικανό)
- "Ο στρατός θα κάνει έναν άνθρωπο από σένα"
- συνώνυμο:
- άνθρωπος
7. A manservant who acts as a personal attendant to his employer
- "Jeeves was bertie wooster's man"
- synonym:
- valet ,
- valet de chambre ,
- gentleman ,
- gentleman's gentleman ,
- man
7. Ένας υπηρέτης που ενεργεί ως προσωπικός συνοδός στον εργοδότη του
- "Ο τζιβς ήταν ο άνθρωπος της μπέρτι γουόστερ"
- συνώνυμο:
- βαλέτα ,
- βαλέτ ντε Ταμπρέ ,
- κύριος ,
- ο κύριος του Κυρίου ,
- άνθρωπος
8. A male person who plays a significant role (husband or lover or boyfriend) in the life of a particular woman
- "She takes good care of her man"
- synonym:
- man
8. Ένα αρσενικό άτομο που παίζει σημαντικό ρόλο (σύζυγος ή εραστής ή φίλος) στη ζωή μιας συγκεκριμένης γυναίκας
- "Φροντίζει καλά τον άντρα της"
- συνώνυμο:
- άνθρωπος
9. One of the british isles in the irish sea
- synonym:
- Man ,
- Isle of Man
9. Ένα από τα βρετανικά νησιά στη θάλασσα της ιρλανδίας
- συνώνυμο:
- Άνθρωπος ,
- Νήσος του Μαν
10. Game equipment consisting of an object used in playing certain board games
- "He taught me to set up the men on the chess board"
- "He sacrificed a piece to get a strategic advantage"
- synonym:
- man ,
- piece
10. Εξοπλισμός παιχνιδιών που αποτελείται από ένα αντικείμενο που χρησιμοποιείται στο παιχνίδι ορισμένων επιτραπέζιων παιχνιδιών
- "Μου έμαθε να στήνω τους άντρες στη σκακιέρα"
- "Θυσίασε ένα κομμάτι για να πάρει ένα στρατηγικό πλεονέκτημα"
- συνώνυμο:
- άνθρωπος ,
- κομμάτι
11. All of the living human inhabitants of the earth
- "All the world loves a lover"
- "She always used `humankind' because `mankind' seemed to slight the women"
- synonym:
- world ,
- human race ,
- humanity ,
- humankind ,
- human beings ,
- humans ,
- mankind ,
- man
11. Όλοι οι ζωντανοί κάτοικοι της γης
- "Όλος ο κόσμος αγαπά έναν εραστή"
- "Πάντα χρησιμοποιούσε την ανθρωπότητα γιατί η ανθρωπότητα φαινόταν να ελαφρύνει τις γυναίκες"
- συνώνυμο:
- κόσμος ,
- ανθρώπινη φυλή ,
- ανθρωπιά ,
- ανθρωπότητα ,
- ανθρώπινα όντα ,
- άνθρωποι ,
- άνθρωπος
verb
1. Take charge of a certain job
- Occupy a certain work place
- "Mr. smith manned the reception desk in the morning"
- synonym:
- man
1. Αναλάβετε την ευθύνη μιας συγκεκριμένης εργασίας
- Καταλαμβάνω ένα συγκεκριμένο χώρο εργασίας
- "Η κυρία σμιθ επάνδρωσε τη ρεσεψιόν το πρωί"
- συνώνυμο:
- άνθρωπος
2. Provide with workers
- "We cannot man all the desks"
- "Students were manning the booths"
- synonym:
- man
2. Παρέχω στους εργαζομένους
- "Δεν μπορούμε να ανθρωποποιήσουμε όλα τα γραφεία"
- "Οι φοιτητές επάνδρωναν τους θαλάμους"
- συνώνυμο:
- άνθρωπος