Translation meaning & definition of the word "mammoth" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαμούθ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mammoth
[Μαμούθ]/mæməθ/
noun
1. Any of numerous extinct elephants widely distributed in the pleistocene
- Extremely large with hairy coats and long upcurved tusks
- synonym:
- mammoth
1. Οποιοσδήποτε από τους πολυάριθμους εξαφανισμένους ελέφαντες διανέμεται ευρέως στο πλειστόκαινο
- Εξαιρετικά μεγάλο με τριχωτά παλτά και μακριά χαυλιόδοντα
- συνώνυμο:
- μαμούθ
adjective
1. So exceedingly large or extensive as to suggest a giant or mammoth
- "A gigantic redwood"
- "Gigantic disappointment"
- "A mammoth ship"
- "A mammoth multinational corporation"
- synonym:
- gigantic ,
- mammoth
1. Τόσο υπερβολικά μεγάλο ή εκτεταμένο ώστε να προτείνει ένα γίγαντα ή μαμούθ
- "Ένα γιγάντιο κόκκινο ξύλο"
- "Μεγάλη απογοήτευση"
- "Ένα μαμούθ πλοίο"
- "Μια πολυεθνική εταιρεία μαμούθ"
- συνώνυμο:
- γίγαντας ,
- μαμούθ
Examples of using
The author's verbiage produced a document of mammoth size and microscopic import.
Η λέξη του συγγραφέα παρήγαγε ένα έγγραφο μεγέθους μαμούθ και μικροσκοπικής εισαγωγής.