Translation meaning & definition of the word "maltreatment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαλτοθεραπεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Maltreatment
[Κακοποίηση]/mæltritmənt/
noun
1. Cruel or inhumane treatment
- "The child showed signs of physical abuse"
- synonym:
- maltreatment ,
- ill-treatment ,
- ill-usage ,
- abuse
1. Σκληρή ή απάνθρωπη μεταχείριση
- "Το παιδί έδειξε σημάδια σωματικής κακοποίησης"
- συνώνυμο:
- κακοποίηση ,
- κακομεταχείριση ,
- κακή χρήση