Translation meaning & definition of the word "malt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαλτ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Malt
[Βαλτ]/mɔlt/
noun
1. A milkshake made with malt powder
- synonym:
- malted ,
- malt ,
- malted milk
1. Μιλκσέικ φτιαγμένο με σκόνη βύνης
- συνώνυμο:
- βύνη ,
- βυθισμένο γάλα
2. A lager of high alcohol content
- By law it is considered too alcoholic to be sold as lager or beer
- synonym:
- malt ,
- malt liquor
2. Ένας λαγός υψηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλ
- Σύμφωνα με το νόμο θεωρείται πολύ αλκοολικό για να πωληθεί ως λάγκερ ή μπύρα
- συνώνυμο:
- βύνη ,
- υγρό βύνης
3. A cereal grain (usually barley) that is kiln-dried after having been germinated by soaking in water
- Used especially in brewing and distilling
- synonym:
- malt
3. Ένας κόκκος δημητριακών (συνήθως κριθάρι που αποξηραίνεται μετά τη βλάστηση από την εμβάπτιση στο νερό
- Χρησιμοποιείται ειδικά στην παρασκευή και την απόσταξη
- συνώνυμο:
- βύνη
verb
1. Treat with malt or malt extract
- "Malt beer"
- synonym:
- malt
1. Αντιμετωπίστε με εκχύλισμα βύνης ή βύνης
- "Αλμυρή μπύρα"
- συνώνυμο:
- βύνη
2. Turn into malt, become malt
- synonym:
- malt
2. Μετατραπεί σε βύνη, γίνεται βύνη
- συνώνυμο:
- βύνη
3. Convert grain into malt
- synonym:
- malt
3. Μετατρέψτε το σιτάρι σε βύνη
- συνώνυμο:
- βύνη
4. Convert into malt
- synonym:
- malt
4. Μετατρέπω σε βύνη
- συνώνυμο:
- βύνη
Examples of using
Beer is brewed from malt.
Η μπύρα παρασκευάζεται από βύνη.