Translation meaning & definition of the word "malpractice" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κακή πρακτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Malpractice
[Κακή πρακτική]/mælpræktəs/
noun
1. Professional wrongdoing that results in injury or damage
- "The widow sued his surgeon for malpractice"
- synonym:
- malpractice
1. Επαγγελματικό αδίκημα που οδηγεί σε τραυματισμό ή βλάβη
- "Η χήρα μήνυσε τον χειρουργό του για κακή πρακτική"
- συνώνυμο:
- κακή πρακτική
2. A wrongful act that the actor had no right to do
- Improper professional conduct
- "He charged them with electoral malpractices"
- synonym:
- malpractice
2. Μια παράνομη πράξη που ο ηθοποιός δεν είχε κανένα δικαίωμα να κάνει
- Ακατάλληλη επαγγελματική συμπεριφορά
- "Τους κατηγόρησε για εκλογικές κακοποιήσεις"
- συνώνυμο:
- κακή πρακτική
Examples of using
The doctor who treated Tom should be sued for malpractice.
Ο γιατρός που θεράπευσε τον Τομ θα πρέπει να μηνυθεί για κακή πρακτική.