Translation meaning & definition of the word "mallet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μάλετ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mallet
[Μαλέτα]/mælɪt/
noun
1. A sports implement with a long handle and a head like a hammer
- Used in sports (polo or croquet) to hit a ball
- synonym:
- mallet
1. Ένα αθλητικό υλικό με μια μακριά λαβή και ένα κεφάλι σαν ένα σφυρί
- Χρησιμοποιείται σε αθλήματα (πόλο ή κροκέ) για να χτυπήσει μια μπάλα
- συνώνυμο:
- μαλέτα
2. A light drumstick with a rounded head that is used to strike such percussion instruments as chimes, kettledrums, marimbas, glockenspiels, etc.
- synonym:
- mallet ,
- hammer
2. Ένα ελαφρύ τύμπανο με στρογγυλεμένη κεφαλή που χρησιμοποιείται για να χτυπήσει τέτοια κρουστά όργανα όπως χτυπήματα, κεττλέδες, κ.λπ.
- συνώνυμο:
- μαλέτα ,
- σφυρί
3. A tool resembling a hammer but with a large head (usually wooden)
- Used to drive wedges or ram down paving stones or for crushing or beating or flattening or smoothing
- synonym:
- mallet ,
- beetle
3. Ένα εργαλείο που μοιάζει με ένα σφυρί αλλά με ένα μεγάλο κεφάλι (συνήθως ξύλινο)
- Χρησιμοποιείται για την οδήγηση σφήνων ή την επικάλυψη πετρών ή για τη σύνθλιψη ή το χτύπημα ή την ισοπέδωση ή την εξομάλυνση
- συνώνυμο:
- μαλέτα ,
- σκαθάρι