Translation meaning & definition of the word "malleable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταλλάξιμος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Malleable
[Ελατός]/mæliəbəl/
adjective
1. Easily influenced
- synonym:
- ductile ,
- malleable
1. Επηρεάζεται εύκολα
- συνώνυμο:
- όλκιμος ,
- ελατός
2. Capable of being shaped or bent or drawn out
- "Ductile copper"
- "Malleable metals such as gold"
- "They soaked the leather to made it pliable"
- "Pliant molten glass"
- "Made of highly tensile steel alloy"
- synonym:
- ductile ,
- malleable ,
- pliable ,
- pliant ,
- tensile ,
- tractile
2. Ικανό να διαμορφωθεί ή να λυγίσει ή να τραβηχτεί έξω
- "Αγωγικός χαλκός"
- "Μεταλλεύσιμα μέταλλα όπως ο χρυσός"
- "Εμποτίστηκαν το δέρμα για να το καταστήσουν εύκαμπτο"
- "Λειαντικό λιωμένο γυαλί"
- "Φτιαγμένος από το ιδιαίτερα εκτατό κράμα χάλυβα"
- συνώνυμο:
- όλκιμος ,
- ελατός ,
- εύπλαστοσ ,
- πλατύ ,
- εκτατόσ ,
- ευέλικτοσ